- προθικάριος
- προθικάριος, ὁ, perh.A = Προθηκάριος, sign-painter, POxy.1146.20 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προθικάριος — ὁ, Α [προθήκη] (πιθ. αντί *προθηκάριος) κατασκευαστής επιγραφών καταστημάτων … Dictionary of Greek